ιεροδρομος

ιεροδρομος
    ἱεροδρόμος
    ἱερο-δρόμος
    ион. ἱροδρόμος 2
    текущий священными волнами
    

(ὕδωρ Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ιεροδρομος" в других словарях:

  • ιερόδρομος — ἱερόδρομος, ποιητ. τ. ἱρόδρομος, ον (Α) 1. αυτός που τρέχει σε ιερούς αγώνες 2. (για πηγή) αυτή που τρέχει ως ιερό ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ( ο)* + δρομος (< δρόμος), πρβλ. αμφί δρομος, υψί δρομος] …   Dictionary of Greek

  • ἱερόδρομον — ἱερόδρομος flowing in a sacred stream masc/fem acc sg ἱερόδρομος flowing in a sacred stream neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …   Dictionary of Greek

  • ιροδρόμος — ἱροδρόμος, ὁ (Α) ποιητ. τ. τού ιεροδρόμος* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»